- κρεάγριον
- κρε-άγριον, τό, Dim. of κρεάγρα, IG22.1541.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεάγριον — κρεάγριον, τὸ (Α) [κρεάγρα] υποκορ. τού κρεάγρα* … Dictionary of Greek